- διοσκορίδες
- (dioscoreacae). Οικογένεια φυτών της τάξης των λειριανθών, που περιλαμβάνει πάνω από 600 είδη, τα περισσότερα από τα οποία συναντώνται στις τροπικές χώρες και πολύ λιγότερο στην παραμεσόγειο περιοχή. Είναι αναρριχητικά φυτά, ορισμένα από τα οποία διαθέτουν ρίζωμα πλούσιο σε άμυλο. Το είδος, γνωστό με την επιστημονική ονομασία τάμος ο κοινός, αφθονεί στην Ελλάδα και είναι γνωστό επίσης με την ονομασία αβρουνιά, βρυωνίααδράμι. Έχει παχύ ρίζωμα και λεπτό βλαστό, που αναρριχάται σε δέντρα ή θάμνους. Τα φύλλα του έχουν σχήμα καρδιάς, τα άνθη του είναι πρασινωπά και οι καρποί του είναι μικρές κόκκινες ρώγες σε μέγεθος καλαμποκιού. Το φυτό αυτό, αν και θεωρείται δηλητηριώδες, έχει βλαστούς που τρώγονται, γιατί το βράσιμο εξουδετερώνει την τοξικότητά τους. Το γένος διοσκορέα περιλαμβάνει περίπου 600 είδη, που ευδοκιμούν κυρίως στην Ασία, στην Αυστραλία, στην Αφρική και στην Κεντρική Αμερική. Είναι πολυετή φυτά, με παχιά ρίζα πλούσια σε άμυλο και παρουσιάζουν πολλές ομοιότητες με τον τάμο. Σπουδαιότερα είδη είναι η δ. η βατάτα, ιθαγενές φυτό της Κίνας, και η δ. η πτερωτή, που ευδοκιμεί στην Ινδία και στα νησιά του Ειρηνικού. Η πλούσια σε άμυλο ρίζα τους μοιάζει με τη γλυκοπατάτα. Ορισμένα είδη δ. έχουν φαρμακευτικές ιδιότητες, μερικά καλλιεργούνται για τους βρώσιμους βλαστούς τους, ενώ άλλα χρησιμοποιούνται ως διακοσμητικά.
Dictionary of Greek. 2013.